Jump to content
➔ ParentsCafe.gr
  • Tell a friend

    Είναι ενδιαφέρον αυτό το θέμα συζήτησης στο Parents.org.gr; Μοιράσου το με μια φίλη ή έναν φίλο!

Νίκος Καββαδίας


Sam

Recommended Posts

Με αφορμή τα τριάντα πέντε χρόνια από το θάνατο του Νίκου Καββαδία που συμπληρώνονται φέτος, ενώ παράλληλα συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη γέννηση του, αφού ήρθε στον κόσμο στις 11 Ιανουαρίου του 1910, στο Χαρμπίν της Μαντζουρίας στην Κίνα.

 

Ένας αιώνας από τη γέννηση του ποιητή των θαλασσών, Νίκου Καββαδία

Αμφότεροι οι γονείς του Νίκου Καββαδία ήταν Κεφαλλονίτες, ενώ ο πατέρας του, Χαρίλαος, είχε και τη ρωσική υπηκοότητα. Με το ξέσπασμα του Αʼ Παγκοσμίου Πολέμου η οικογένεια εγκαταλείπει την Άπω Ανατολή και επιστρέφει στην Ελλάδα – εκτός από τον Χαρίλαο Καββαδία ο οποίος επιστρέφει στην Ρωσία, όπου διατηρεί επιχειρήσεις γενικού εμπορίου με κύριο πελάτη το τσαρικό στρατό. Με το ξέσπασμα την Οκτωβριανής Επανάστασης, ο Χαρίλαος Καββαδίας φυλακίζεται ενώ οι επιχειρήσεις του έχουν καταστραφεί. Το 1921 ο πατέρας της οικογένειας επιστρέφει στην Ελλάδα τσακισμένος.

Η οικογένεια αρχικά διαμένει στο Αργοστόλι της Κεφαλλονιάς αλλά στην συνέχεια μετακομίζει στον Πειραιά. Ο μικρός Νίκος πηγαίνει στο δημοτικό εκεί, συμμαθητής με τον Γιάννη Τσαρούχη ενώ στο εξατάξιο τότε Γυμνάσιο γνωρίζεται και με τον λογοτέχνη Παύλο Νιρβάνα. Από μικρός αγαπά την ανάγνωση και διαβάζει κυρίως Ιούλιο Βερν και περιπέτειες ενώ ήδη από το δημοτικό διαφαίνεται το συγγραφικό του ταλέντο, όπου εκδίδει ένα σχολικό περιοδικό.

Σε ηλικία 18 ετών δημοσιεύονται τα πρώτα ποιήματά του, υπό το ψευδώνυμο «Παύλος Βαλχάλας» στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας. Μετά το Γυμνάσιο δίνει εξετάσεις για την Ιατρική σχολή αλλά ο θάνατος του πατέρα του τον αναγκάζει να εγκαταλείψει τα θρανία για να εργαστεί πλέον για την επιβίωση. Εξακολουθεί ωστόσο να γράφει και έργα του εμφανίζονται σε διάφορα φιλολογικά περιοδικά της εποχής. Ήταν Νοέμβριος του 1928 όταν εκδίδεται το πρώτο του ναυτικό φυλλάδιο ως «ναυτοπαίς» και τον επόμενο χρόνο μπαρκάρει για πρώτη φορά, ως ναύτης, στο φορτηγό πλοίο «Άγιος Νικόλαος».

Το 1933 κάνει την επίσημη είσοδό του στα ελληνικά γράμματα με τη δημοσίευση της ποιητικής συλλογής του «Μαραμπού», το οποίο γίνεται δεκτό από τη λογοτεχνική κοινότητα με σκληρά σχόλια – μόνοι ενθουσιώδεις υποστηρικτές του εμφανίζονται οι Φώτος Πολίτης και Κώστας Βάρναλης.

Η οικογένεια Καββαδία μετακομίζει από τον Πειραιά στην Αθήνα, το 1934, και η οικεία της γίνεται εστία συγκέντρωσης λογοτεχνών, ποιητών και ζωγράφων της εποχής. Το 1939 παίρνει το δίπλωμα του ασυρματιστή αλλά με το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου επιστρατεύεται στο αλβανικό μέτωπο. Τα χρόνια της γερμανικής κατοχής, παραμένει στην Αθήνα, ενώ μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου ( με τη «ρετσινιά» του «κομμουνιστή άνευ δράσεως») μπαρκάρει ξανά, ως ασυρματιστής, και ταξιδεύει συνεχώς για τα επόμενα τριάντα χρόνια, απαθανατίζοντας στο χαρτί τους ξένους τόπους και τις εμπειρίες του.

Το 1947 κυκλοφορεί η ποιητική συλλογή του «Πούσι» και επανακυκλοφορεί το «Μαραμπού» με την προσθήκη τριών ανέκδοτων ποιήματα. Σύμφωνα με τον Καρυωτάκη και τον Ουράνη, με αυτή τη συλλογή, ο Καββαδίας ξεφεύγει από τα πρότυπά του. Το 1954 εκδίδει τη «Βάρδια», την οποία οι φιλόλογοι, όπως και με το Μαραμπού, δυσκολεύονται να κατατάξουν τόσο λόγω της άψογης δημοτικής και της ιδιωματικής ναυτικής γλώσσας όσο και του γεγονότος ότι δεν μπορούσαν να αποφασίσουν αν επρόκειτο για μυθιστόρημα, αυτοβιογραφικό διήγημα, νουβέλα φαντασίας ή οτιδήποτε άλλο.

Όσοι τον γνώριζαν, έκαναν λόγο για έναν άνθρωπο ήπιο και γλυκομίλητο που αγαπούσε τα αστεία, τα μπορντέλα και τα κορίτσια τους, όπως και την ζωγραφική - στην καμπίνα του είχε κρεμασμένους τρεις πίνακες του Henri de Toulouse-Lautrec. Διάβαζε πάντα πολύ και του άρεσε ιδιαίτερα να απαγγέλλει ποίηση άλλων - άλλωστε γνώριζε πολλούς από τους μεγαλύτερους ποιητές της εποχής, όπως τους Βάρναλη, Σεφέρη, Ελύτη, Σικελιανό.

Ο «Κόλιας» όπως ήταν το παρατσούκλι του μεταξύ των συντρόφων του ναυτικών, οι περισσότεροι από τους οποίους αγνοούσαν ότι ήταν ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές της χώρας, εγκαταλείπει τη θάλασσα μονάχα όταν το επιβάλλει η υγεία του και με τη συμπλήρωση τριών μηνών διαμονής του στη στεριά, στις 10 Φεβρουαρίου του 1975, πεθαίνει ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο.

Λίγο καιρό μετά το θάνατό του εκδίδεται η τρίτη ποιητική συλλογή του «Τραβέρσο», με 14 ποιήματα και 3 νανουρίσματα, και χαρακτηρίζεται από πολλούς ως το ωριμότερο έργο του, ενώ τρία χρόνια αργότερα ο συνθέτης Θάνος Μικρούτσικος μελοποίησε με εξαιρετική επιτυχία 11 ποιήματα του, τα οποία κυκλοφόρησαν σε δίσκο με τίτλο «Ο Σταυρός του Νότου». Το 1992, ο Θάνος Μικρούτσικος μελοποιεί και άλλα ποιήματα του Καββαδία, με ερμηνευτές όπως οι Γιώργος Νταλάρας, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας.

πηγή tvxs

 

[YOU TUBE]<object width="425" height="344"><param name="movie" value="http://www.youtube.com/watch?v=Rd9tEw9i_zo&hl=en_US&fs=1&"></param><param name="allowFullScreen" value="true"></param><param name="allowscriptaccess" value="always"></param><embed src="http://www.youtube.com/watch?v=Rd9tEw9i_zo&hl=en_US&fs=1&" type="application/x-shockwave-flash" allowscriptaccess="always" allowfullscreen="true" width="425" height="344"></embed></object>[/YOU TUBE]

Το δικαίωμά σας να ομιλείτε,δεν περιλαμβάνει και υποχρέωσή μας να σας πάρουμε στα σοβαρά

Link to comment
Share on other sites


Διαφημίσεις


[YOU TUBE]<object width="445" height="364"><param name="movie" value="http://www.youtube-nocookie.com/v/nyG6gSyW5eE&hl=en_US&fs=1&border=1"></param><param name="allowFullScreen" value="true"></param><param name="allowscriptaccess" value="always"></param><embed src="http://www.youtube-nocookie.com/v/nyG6gSyW5eE&hl=en_US&fs=1&border=1" type="application/x-shockwave-flash" allowscriptaccess="always" allowfullscreen="true" width="445" height="364"></embed></object>[/YOU TUBE]

 

 

Από τα πολύ αγαπημένα μου!!

Δώσ' μου τα χέρια σου να κρατήσω τη ζωή μου.Τάσος Λειβαδίτης.

Link to comment
Share on other sites

θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής

των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,

και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές,

χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.

 

Για το Μαδράς τη Σιγκαπούρ τ' Αλγέρι και το Σφαξ

θ' αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,

κι εγώ σκυφτός σ' ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς,

θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.

 

Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ,

οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα 'χω πια ξεχάσει,

κι η μάνα μου χαρούμενη θα λέει σ' όποιον ρωτά:

"Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει"

 

Μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί

και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει,

κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί,

θα σημαδέψει κι άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει.

 

Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ

σε κάποια θάλασσα βαθειά στις μακρινές Ινδίες,

θα 'χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ

και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.

 

 

Τι να πρωτοποστάρεις από αυτόν τον άνθρωπο...

Evolve or Dissolve

 

Μάταιοι είναι οι αγώνες που δεν δόθηκαν ποτέ.

Link to comment
Share on other sites

Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό

στάλα τη στάλα συναγμένο απ' το κορμί σου

σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,

που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.

 

Πανί δερμάτινο, αλειμμένο με κερί,

οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι,

όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί

χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη.

 

Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά.

Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατόνι.

Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γεννά,

Μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει.

 

Πούθ' έρχεσαι; Απ' τη Βαβυλώνα.

Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα.

Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.

Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.

Evolve or Dissolve

 

Μάταιοι είναι οι αγώνες που δεν δόθηκαν ποτέ.

Link to comment
Share on other sites

Σε πολλούς είναι γνωστό από το τραγούδι του Ζερβουδάκη "Γράμμα σε ένα ποιητή". Το ακριβές ιστορικό του είναι ότι όταν ο ποιητής Καίσαρ Εμμανουήλ σε μια επιστολή του ανέφερε στον ποιητή Καββαδία "Φαίνεται πια πως τίποτα -τίποτα δεν μας σώζει...", ο δεύτερος μεγαλούργησε και του απάντησε με το συγκεκριμένο ποίημα. Απολαύστε το:

 

==============================================

 

Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει.

Κάτι που πάντα βρίσκεται σ' αιώνια εναλλαγή,

κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων,

και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατελείωτη γη.

 

Κάτι που θα 'κανε γοργά να φύγει το κοράκι,

που του γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά·

να φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τα φτερά του,

προς κάποιαν ακατοίκητη κοιλάδα του Νοτιά.

 

Κάτι που θα 'κανε τα υγρά, παράδοξά σας μάτια,

που αβρές μαθήτριες τα' αγαπούν και σιωπηροί ποιηταί,

χαρούμενα και προσδοκία γεμάτα να γελάσουν

με κάποιον τρόπο που, όπως λεν, δε γέλασαν ποτέ.

 

Γνωρίζω κάτι, που μπορούσε, βέβαια, να σας σώσει.

Εγώ που δε σας γνώρισα ποτέ... Σκεφτείτε... Εγώ.

Ένα καράβι... Να σας πάρει, Καίσαρ... Να μας πάρει...

Ένα καράβι που πολύ μακριά θα τ' οδηγώ.

 

Μια μέρα χειμωνιάτικη θα φεύγαμε.

- Τα ρυμουλκά περνώντας θα σφυρίζαν,

τα βρωμερά νερά η βροχή θα ράντιζε,

κι οι γερανοί στους ντόκους θα γυρίζαν.

 

Οι πολιτείες οι ξένες θα μας δέχονταν,

οι πολιτείες οι πιο απομακρυσμένες

κι εγώ σ' αυτές αβρά θα σας εσύσταινα

σαν σε παλιές, θερμές μου αγαπημένες.

 

Τα βράδια, βάρδια κάνοντας, θα λέγαμε

παράξενες στη γέφυρα ιστορίες,

για τους αστερισμούς ή για τα κύματα,

για τους καιρούς, τις άπνοιες, τις πορείες.

 

Όταν πυκνή η ομίχλη θα μας σκέπαζε,

τους φάρους θε ν' ακούγαμε να κλαίνε

και τα καράβια αθέατα θα τ' ακούγαμε,

περνώντας να σφυρίζουν και να πλένε.

 

Μακριά, πολύ μακριά να ταξιδεύουμε,

κι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει·

εσείς τσιγάρα «Κάμελ» να καπνίζετε,

κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω ουίσκυ.

 

Και μια γριά στο Αννάμ, κεντήστρα στίγματος,

- μια γριά σ' ένα πολύβοο καφενείο -

μια αιμάσσουσα καρδιά θα μου στιγμάτιζε,

κι ένα γυμνό, στο στήθος σας, κρανίο.

 

Και μια βραδιά στη Μπούρμα, ή στη Μπατάβια

στα μάτια μιας Ινδής που θα χορέψει

γυμνή στα δεκαεφτά στιλέτα ανάμεσα,

θα δείτε - ίσως - τη Γκρέτα να επιστρέψει.

 

Καίσαρ, από ένα θάνατο σε κάμαρα,

κι από ένα χωματένιο πεζό μνήμα,

δε θα 'ναι ποιητικότερο και πι' όμορφο,

ο διάφεγγος βυθός και τ' άγριο κύμα;

 

Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ανεκτέλεστα,

λόγια κοινά, κενά, «καπνός κι αθάλη»,

που ίσως διαβάζοντάς τα να με οικτίρετε,

γελώντας και κουνώντας το κεφάλι.

 

Η μόνη μου παράκληση όμως θα 'τανε,

τους στίχους μου να μην ειρωνευθείτε.

Κι όπως εγώ για έν' αδερφό εδεήθηκα,

για έναν τρελόν εσείς προσευχηθείτε.

Evolve or Dissolve

 

Μάταιοι είναι οι αγώνες που δεν δόθηκαν ποτέ.

Link to comment
Share on other sites


Διαφημίσεις

[YOU TUBE]<object width="425" height="344"><param name="movie" value="http://www.youtube.com/watch?v=b0I9KG4yuis&hl=en_US&fs=1&"></param><param name="allowFullScreen" value="true"></param><param name="allowscriptaccess" value="always"></param><embed src="http://www.youtube.com/watch?v=b0I9KG4yuis&hl=en_US&fs=1&" type="application/x-shockwave-flash" allowscriptaccess="always" allowfullscreen="true" width="425" height="344"></embed></object>[/YOU TUBE]

363122t20zgo6mme.gif you see, a dog growls when it's angry, and wags its tail when it's pleased. Now I growl when I'm pleased, and wag my tail when I'm angry. Therefore I'm mad.'" 444387eg9c8e9djb.gif
Link to comment
Share on other sites

[YOU TUBE]W5xS8KJaALg[/YOU TUBE]

 

Φίλε μου Αλέξη, το 'λαβα το γράμμα σου

και με ρωτάς τι γίνομαι, τι κάνω

Μάθε, ο γιατρός πως είπε στη μητέρα μου

ότι σε λίγες μέρες θα πεθάνω...

 

Είναι καιρός όπου έπληξα διαβάζοντας

όλο τα ίδια που έχω εδώ βιβλία

κι όλο εποθούσα κάτι νέο να μάθαινα

που να μου φέρει λίγη ποικιλία

 

Κι ήρθεν εχθές το νέο έτσι απροσδόκητα

σιγά ο γιατρός στο διάδρομο εμιλούσε

και τ' άκουσα, στην κάμαρα σκοτείνιαζε

κι ο θόρυβος του δρόμου σταματούσε

 

Έκλαψα βέβαια, κάτω απ' την κουβέρτα μου

Λυπήθηκα. Για σκέψου, τόσο νέος

μα στον εαυτό μου αμέσως υποσχέθηκα

πως θα φανώ, σαν πάντοτε, γενναίος

 

Θυμάσαι, που ταξίδια ονειρευόμουνα

κι είχα ένα διαβήτη κι ένα χάρτη

και πάντα για να φύγω ετοιμαζόμουνα

κι όλο η μητέρα μου 'λεγε: Το Μάρτη...

 

Τώρα στο τζάμι ένα καράβι εσκάρωσα

κι ένα του Μαγκρ στιχάκι έχω σκαλίσει:

«Τι θλίψη στα ταξίδια κρύβεται άπειρη!»

κι εγώ για ένα ταξίδι έχω κινήσει

 

Να πεις σ' όλους τους φίλους χαιρετίσματα

κι αν τύχει ν' απαντήσεις την Ελένη

πως μ' ένα φορτηγό πες της μπαρκάρισα

και τώρα πια να μη με περιμένει

 

Αλήθεια, ο Χάρος ήθελα να 'ρχότανε

σαν ένας καπετάνιος να με πάρει

χτυπώντας τις βαριές πέτσινες μπότες του

κι ένα μακρύ τσιμπούκι να φουμάρει

 

Αλέξη, νιώθω τώρα πως σε κούρασα

μπορεί κιόλας να σ' έκαμα να κλάψεις

δε θα 'βρεις, βέβαια, λόγια για μια απάντηση

μα δε θα λάβεις κόπο να μου γράψεις...

 

 

Το αγαπημένο μου απο τα αγαπημένα και πολύ καλή η μελοποίηση.

ΜΙΑ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΔΩΡΑ ΠΟΥ ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΣΕ ΘΕΣΗ ΝΑ ΔΩΣΟΥΝ

Ρατσιστής δεν γεννιέσαι … γίνεσαι

Link to comment
Share on other sites

ΜΑΡΑΜΠΟΥ

 

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί

πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,

πως τις γυναίκες μ' ένα τρόπον ύπουλο μισώ

κι ότι μ' αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.

 

Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό

πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο,

κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές,

σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγματισμένο.

 

Ακόμα, λένε πράματα φριχτά παρά πολύ,

που είν' όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα,

κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές

κανείς δεν το 'μαθε , γιατί δεν το 'πα σε κανένα.

 

Μ' απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά,

και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη,

κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω στο χαρτί,

εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.

 

Ήμουνα τότε δόκιμος σ' ένα λαμπρό ποστάλ

και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία.

Τότε τη γνώρισα - σαν άνθος έμοιαζε αλπικό -

και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία.

 

Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική,

κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου όπού 'χε αυτοκτονήσει,

ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές,

μήπως εκεί γινότανε να τήνε λησμονήσει.

 

Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ,

και την Αγία της Άβιλας παράφορα αγαπούσε,

συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,

κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε.

 

Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά,

κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ' τα πελάη,

μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά

και, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει.

 

Ένα μικρό της πέρασα σταυρόν απ' το λαιμό

κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι

κι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης,

όταν εφθάσαμε σ' αυτήν που θα 'φευγε την πόλη.

 

Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά,

ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου,

και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με

όαση, που ένας συναντά μέσ' στην καρδιά της Άμμου.

 

Νομίζω πως θε να 'πρεπε να σταματήσω εδώ.

Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αγέρας με φλογίζει.

Κάτι άνθη εξαίσια τροπικά του ποταμού βρωμούν,

κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.

 

Θα προχωρήσω! ... Μια βραδιά σε πόρτο ξενικό

είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκυ, τζιν και μπύρα,

και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,

το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα.

 

Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,

κάποια μ' άρπαξ' απότομα, γελώντας, το καπέλο

(παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)

κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.

 

Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή,

οι ασβέστες απ' τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια,

κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά,

με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.

 

Της είπα κι έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί.

Τα δάχτυλά μου καθαρά μέτρααν τα κόκαλά της.

Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα, ως λένε οι ποιητές,

"μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλά της".

 

Όταν την είδα και στο φως τ' αχνό το πρωινό,

μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο,

που μ' ένα δέος αλλόκοτο, σαν να 'χα φοβηθεί,

το πορτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.

 

Δώδεκα φράγκα γαλλικά ... Μα έβγαλε μια φωνή,

κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο,

και μια το πορτοφόλι μου ... Μ' απόμεινα κι εγώ

ένα σταυρόν απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.

 

Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό,

σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει,

φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή,

που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.

 

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί

πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει,

πως είμαι παλιοτόμαρο και πως τραβάω κοκό,

Μ' αν ήξεραν οι δύστυχοι, θα μ' είχαν συχωρέσει ...

 

Το χέρι τρέμει ... Ο πυρετός ... Ξεχάστηκα πολύ,

ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω.

Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά,

νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω ...

 

 

 

 

αν και δεν θεωρω οτι εχει μελωποιηθει οπως του αξιζει ......το θεωρω ΑΝΑΤΡΙΧΙΑΣΤΙΚΟ!!!

Οι παππουδες μας προσφυγες, οι γονεις μας μεταναστες και εμεις......ρατσιστες!!!

 

Link to comment
Share on other sites

Η ταινία:Between the Devil and the Deep Blue Sea είναι η μεταφορά του Λή στον κινηματογράφο .(γυρίστηκε το 1995)

ΜΙΑ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΔΩΡΑ ΠΟΥ ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΣΕ ΘΕΣΗ ΝΑ ΔΩΣΟΥΝ

Ρατσιστής δεν γεννιέσαι … γίνεσαι

Link to comment
Share on other sites

Λάβετε μέρος στην συζήτηση

Μπορείτε να δημοσιεύσετε το κείμενό σας τώρα και να ολοκληρώσετε την εγγραφή σας αργότερα. Εάν έχετε ήδη όνομα/λογαριασμό χρήστη, συνδεθείτε τώρα για να δημοσιεύσετε με το όνομα χρήστη σας.
Προσοχή: Η δημοσίευσή σας θα χρειαστεί να εγκριθεί από τους διαχειριστές πριν αναρτηθεί στο φόρουμ.

Guest
Απάντηση σε αυτό το θέμα...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Ο σύνδεσμος εμπεδώθηκε αυτόματα.   Εμφάνιση URL ως απλό σύνδεσμο

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

×
×
  • Δημιουργία νέου...