Η διάδοση και υιοθέτηση υγιεινών διατροφικών συνηθειών αποτελεί, καθοριστικό παράγοντα προάσπισης τόσο της ατομικής όσο και της δημόσιας υγείας.
“Η παχυσαρκία αποτελεί μια ασθένεια η οποία τείνει να εκλάβει διαστάσεις “επιδημίας” ή “κοινωνικής μάστιγας” τις τελευταίες δεκαετίες. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO, 2005), το 5 με 20% των ανδρών και πάνω από το 30% των γυναικών αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα παχυσαρκίας. Ωστόσο, τις τρεις τελευταίες δεκαετίες εντυπωσιακή είναι η αύξηση της παχυσαρκίας στην παιδική ηλικία, με το ποσοστό των υπέρβαρων ή παχύσαρκων παιδιών το 2006 να ανέρχεται στο 30% (Λευκή Βίβλος, 2007).
Η αύξηση της παιδικής παχυσαρκίας, σε συνδυασμό με τη μείωση της φυσικής δραστηριότητας, χαρακτηρίζονται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας ως δύο από τα μεγαλύτερα προβλήματα δημόσιας υγείας του 21ου αιώνα (WHO, 2005), ενώ έκδηλη χαρακτηρίζεται η ανησυχία των επιστημόνων για τη σύνδεση των παραπάνω φαινομένων με τη μείωση της ποιότητας ζωής, την παιδική νοσηρότητα και την πρόωρη θνησιμότητα.
Η Ελλάδα, αποτελεί μια από τις Ευρωπαϊκές Χώρες που αντιμετωπίζει το συγκεκριμένο πρόβλημα ιδιαίτερα έντονα, ενώ εξαιρετικά ανησυχητική παρουσιάζεται η τάση για αύξηση της παχυσαρκίας με ταυτόχρονη μείωση της φυσικής δραστηριότητας στον ελληνικό παιδικό πληθυσμό. Σύμφωνα με μελέτη των Lobstein και Frelut (2003), σε σύνολο 20 ευρωπαϊκών κρατών η Ελλάδα καταλαμβάνει την 4η χειρότερη θέση σε ποσοστά παιδικής παχυσαρκίας, με το 30% των παιδιών ηλικίας 7-11 ετών να είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα. Επιπρόσθετα, σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε 141 μαθητές και μαθήτριες της Ε’ και ΣΤ’ τάξης Δημοτικών σχολείων της Ανατολικής Αττικής, το 17% και 11.3% αυτών χαρακτηρίστηκαν ως υπέρβαρα και παχύσαρκα, αντίστοιχα (Κάμτσιος & Διγγελίδης, 2007). Τέλος, σύμφωνα με έρευνα του Ιδρύματος Αριστείδης Δασκαλόπουλος (2008), που αφορούσε στο προφίλ των διατροφικών συνηθειών παιδιών ηλικίας 3-12 ετών στην Ελλάδα, το 18% αυτών χαρακτηρίστηκαν ως υπέρβαρα και το 13% ως παχύσαρκα.
Η έλλειψη υγιεινής και ισορροπημένης διατροφής, σε συνδυασμό με την υποκινητικότητα, αποτελούν μάστιγα των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών, συμβάλλοντας σημαντικά στην αύξηση του σωματικού βάρους και της παχυσαρκίας και ενισχύοντας τις πιθανότητες εμφάνισης σοβαρών ασθενειών όπως αυτών της υπέρτασης, της στεφανιαίας νόσου, του διαβήτη τύπου ΙΙ, του καρκίνου, της οστεοπόρωσης αλλά και πληθώρας άλλων ψυχοκοινωνικών προβλημάτων (Εθνικό Σχέδιο Δράσης, 2008).
Η επίδραση της διατροφής στην αύξηση της παχυσαρκίας είναι αδιαμφισβήτητη. Ο σύγχρονος τρόπος ζωής, η μείωση του ελεύθερου χρόνου σε συνδυασμό με τη σταδιακή απομάκρυνση από την παραδοσιακή μεσογειακή διατροφή και η υιοθέτηση νέων διατροφικών συνηθειών, που οδηγούν στην κατανάλωση έτοιμου και τυποποιημένου φαγητού, αποτελούν τις πιο σοβαρές προκλήσεις για τη δημόσια υγεία στη σημερινή εποχή (Εθνικό σχέδιο δράσης 2008). Επομένως, η διάδοση και υιοθέτηση υγιεινών διατροφικών συνηθειών αποτελεί, καθοριστικό παράγοντα προάσπισης τόσο της ατομικής όσο και της δημόσιας υγείας.
Εκτός όμως από την υπερβολική αύξηση του σωματικού βάρους των παιδιών, η έλλειψη φυσικής δραστηριότητας προσδιορίζεται ως ένας ιδιαίτερα επιβαρυντικός παράγοντας, ο οποίος θεωρείται από πολλούς επιστήμονες εξίσου σημαντικός με εκείνο της «κακής διατροφής». Αν και η φυσική δραστηριότητα βελτιώνει σημαντικά το επίπεδο υγείας και ποιότητας ζωής των νέων ατόμων, τα τελευταία χρόνια παρουσιάζεται έντονο το στοιχείο της υποκινητικότητας, ενώ αποτελέσματα ερευνών δείχνουν πώς, καθώς αυξάνεται η ηλικία των μαθητών, μειώνεται η συμμετοχή τους σε προγράμματα φυσικής δραστηριότητας, τόσο στο σχολείο όσο και έξω από αυτό (Παπαϊωάννου & Συνεργάτες, 1999; Christodoulidis et al., 2001; WHO, 2006).
Ιδιαίτερα, στην Ελλάδα, η κατάσταση τείνει να λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Σύμφωνα με έρευνα του Ιδρύματος Αριστείδης Δασκαλόπουλος (2008), σχεδόν τα μισά παιδιά ηλικίας 3-18ετών στην Ελλάδα έχουν μειωμένη φυσική δραστηριότητα, με το ποσοστό αυτό στην ηλικία των 16-18 ετών να φθάνει σχεδόν το 70%.
Επιπλέον, όπως προέκυψε από τη συγκεκριμένη μελέτη, το 14% των παιδιών αφιερώνει περισσότερο από δύο ώρες την ημέρα βλέποντας τηλεόραση ή παίζοντας ηλεκτρονικά παιχνίδια, με το ποσοστό αυτό να αυξάνει με την αύξηση της ηλικίας (Εθνικό σχέδιο δράσης 2008).
Ένα σημαντικό σημείο που πρέπει να τονιστεί είναι ότι η παιδική ηλικία αποτελεί μια σημαντική περίοδο της ζωής που σχετίζεται άμεσα με τη διαμόρφωση και εδραίωση υγιεινών συμπεριφορών, που ακολουθούν το άτομο και στη μετέπειτα ζωή του. Τόσο η διατροφή όσο και η άσκηση πρέπει να αποτελούν πρώτες προτεραιότητες για την προστασία και την προαγωγή της υγείας των παιδιών (Εθνικό Σχέδιο Δράσης 2008).
Αν και πληθώρα επιστημονικών ερευνών έχει αποσαφηνίσει το θετικό ρόλο που διαδραματίζει η υγιεινή διατροφή και η άσκηση στην ποιότητα ζωής και την υγεία των παιδιών, παρατηρείται ολοένα και μεγαλύτερη υιοθέτηση ανθυγιεινών συμπεριφορών από τους έλληνες μαθητές. Ωστόσο, οποιαδήποτε μεταβoλή της τάσης αύξησης των επιπέδων παχυσαρκίας και υποκινητικότητας προϋποθέτει την ύπαρξη μιας ισορροπημένης και ταυτόχρονης εφαρμογής εκπαιδευτικών και περιβαλλοντολογικών παρεμβάσεων, που θα στοχεύουν όχι μόνο σε εξατομικευμένες περιπτώσεις αλλά σε ολόκληρο το κοινωνικό σύνολο (WHO, 2003).
Στην Ευρώπη, όλο και περισσότερες χώρες υιοθετούν προγραμματισμένες στρατηγικές για την αντιμετώπιση του προβλήματος της παχυσαρκίας, με ενθαρρυντικά αποτελέσματα τόσο στην υιοθέτηση υγιεινών διατροφικών συνηθειών όσο και στη βελτίωση της φυσικής δραστηριότητας. Στην Ελλάδα, το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Υγιεινή Διατροφή και τις Διαταραχές (2008), αποτελεί μια ολοκληρωμένη εθνική στρατηγική, με κύριο άξονα την προώθηση της υγιεινής διατροφής, ανάλογη της μεσογειακής παράδοσης και του πολιτισμού μας.
Συνοψίζοντας, κρίνεται επιτακτική η ανάγκη αξιολόγησης, ευαισθητοποίησης αλλά και εκπαίδευσης των παιδιών σχολικής ηλικίας σε θέματα που σχετίζονται με την υγεία, τη διατροφή και τη φυσική δραστηριότητα, καθώς αυτό το στάδιο της ζωής κρίνεται ως το πλέον πρόσφορο για πρωτογενή πρόληψη επειδή ακόμη δεν έχουν παγιωθεί οι «κακές συνήθειες».
Βιβλιογραφία:
Διαφημίσεις (5)