«Μερική Έκλειψη Ηλίου
Η Ελλάδα στη Σκιά της Σελήνης» Άρθρο του Διονύση Π. Σιμόπουλου
Επίτιμου διευθυντή Νέου Ψηφιακού Πλανηταρίου του Ιδρύματος Ευγενίδου
(φωτογραφίες: Λουκάς Χαψής)
Διαφημίσεις
Στην «χορευτική» αυτή πανδαισία των εκλείψεων τρεις είναι πάντοτε οι πρωταγωνιστές που παίρνουν μέρος: ο Ήλιος, η Σελήνη και η Γη και φυσικά μόνο όταν τα τρία αυτά σώματα βρίσκονται σε ευθεία γραμμή, αφού οι ηλιακές εκλείψεις συμβαίνουν όταν η Σελήνη περνάει μπροστά από τον δίσκο του Ήλιου και τον καλύπτει είτε μερικώς είτε ολικώς. Αιτία δηλαδή των ηλιακών εκλείψεων είναι η περιφορά της Σελήνης γύρω από τη Γη και η σκιά που αυτή αφήνει πάνω στον πλανήτη μας.
Η σκιά αυτή αποτελείται από δύο διαφορετικές περιοχές: έναν εσωτερικό κώνο πλήρους σκιάς, που λέγεται «κύρια σκιά» και μια περιοχή μερικής σκιάς, που λέγεται «παρασκιά». Όταν παρατηρούμε μια έκλειψη του Ήλιου από μια περιοχή της Γης στην οποία πέφτει η παρασκιά, η Σελήνη καλύπτει ένα μόνο τμήμα του και τότε λέμε ότι πρόκειται για «μερική έκλειψη» Ήλιου. Όταν όμως κοιτάζουμε τον Ήλιο από μια περιοχή την οποία καλύπτει η πλήρης σκιά της Σελήνης, ο Ήλιος είναι τελείως αθέατος και τότε η έκλειψή του είναι «ολική».
Παρόλο όμως που η Σελήνη περιφέρεται γύρω από τη Γη μία σχεδόν φορά το μήνα, δεν έχουμε εκλείψεις κάθε μήνα γιατί απλούστατα οι τρεις πρωταγωνιστές των εκλείψεων πρέπει να βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο, να βρίσκονται δηλαδή σε ευθεία γραμμή. Αν η Σελήνη στη διαδρομή της γύρω από τη Γη περνούσε ακριβώς πάνω σ’ αυτή τη γραμμή συνεχώς, τότε θα είχαμε εκλείψεις κάθε μήνα τόσο ηλιακές όσο και σεληνιακές. Η Σελήνη όμως δεν ταξιδεύει με αυτό τον τρόπο, αλλά αντίθετα, στην περιφορά της γύρω από την Γη, περνάει είτε πιο πάνω, είτε πιο κάτω από την υποθετική αυτή γραμμή. Όταν τα τρία αυτά σώματα δε βρίσκονται στην ίδια ευθεία, οι σκιές και της Γης και της Σελήνης χάνονται στο Διάστημα και δεν γίνονται εκλείψεις. Ακόμη όμως και όταν η σκιά της Σελήνης πέσει πάνω στη Γη, συνήθως δεν καλύπτει παρά ένα στενό τμήμα της, με μέγιστο πλάτος 272 km. Η δέσμη της σκιάς αυτής διασχίζει τον πλανήτη μας με μέση ταχύτητα που φτάνει τα 3.000 kh/h, περνώντας πάνω από τους παρατηρητές στη γη σε μέγιστο χρόνο 7 περίπου λεπτών.
Όλες αυτές οι εκλείψεις όμως συμβαίνουν λόγω μιας απλής ουράνιας σύμπτωσης που έχει να κάνει με το πώς φαίνονται ο Ήλιος και η Σελήνη από την επιφάνεια του πλανήτη μας.
Όπως γνωρίζετε η διάμετρος του Ήλιου (1.392.000 km) είναι 400 περίπου φορές μεγαλύτερη από τη διάμετρο της Σελήνης (3.476 km). Από τη Γη όμως τα δύο αυτά σώματα έχουν το ίδιο σχεδόν φαινόμενο μέγεθος γιατί ο Ήλιος, με μέση απόσταση 149.597.893 km, είναι 400 περίπου φορές πιο μακριά μας απ’ ό,τι η Σελήνη.
Γι’ αυτό, αν η Σελήνη ήταν είτε λίγο μικρότερη είτε βρίσκονταν λίγο πιο μακριά μας δεν θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε ποτέ μια ολική ηλιακή έκλειψη.
Φυσικά, η απόσταση της Σελήνης από τη Γη δεν παραμένει πάντα ίδια, αφού στη διάρκεια ενός μήνα άλλοτε μας πλησιάζει και άλλοτε απομακρύνεται από ‘μας. Στην πλησιέστερη απόστασή της (στο περίγειό της) η Σελήνη βρίσκεται σε απόσταση 356.410 km από τη Γη (από κέντρο σε κέντρο) και στην πιο απομακρυσμένη (στο αφήλιό της) 406.697 km.
Γι’ αυτό, το φαινόμενο μέγεθός της κυμαίνεται από 91%-106% του φαινομένου μεγέθους του Ήλιου. Οπότε στις περιπτώσεις που το φαινόμενο μέγεθος της Σελήνης είναι μεγαλύτερο (100-106%) από το φαινόμενο μέγεθος του Ήλιου, έχουμε ολική έκλειψη του Ήλιου, ενώ όταν είναι μικρότερο (91-100%) ο σκοτεινός της δίσκος δεν τον καλύπτει πλήρως αφήνοντας γύρω της ένα φωτεινό δαχτυλίδι. Αυτή είναι η λεγόμενη «δακτυλιοειδής έκλειψη» του Ήλιου, αν και ορισμένες φορές μία έκλειψη μπορεί να αρχίσει ως ολική και με την πάροδο του χρόνου να εξελιχτεί σε δακτυλιοειδή και το αντίθετο.
Συνήθως οι σεληνιακές εκλείψεις ακολουθούν ή προηγούνται κατά 15 περίπου ημέρες τις ηλιακές εκλείψεις. Παρόλα αυτά οι ηλιακές εκλείψεις είναι πολύ πιο συχνές από τις σεληνιακές. Ο μέγιστος αριθμός σεληνιακών εκλείψεων στη διάρκεια ενός ημερολογιακού έτους δεν υπερβαίνει τις τρεις (όπως έγινε το 1917 και το 1982). Αντίθετα, ο μέγιστος αριθμός των ηλιακών εκλείψεων μπορεί να φτάσει τις πέντε, όπως έγινε το 1934. Εντούτοις, η παρατήρηση μιας ολικής ηλιακής έκλειψης σε μία δεδομένη γεωγραφική περιοχή είναι αρκετά σπάνια και συμβαίνει κατά μέσον όρο κάθε 360 χρόνια.
Κάτω από τη Σκιά της Σελήνης
Σε προσωπικό επίπεδο η τελευταία φορά που είχα την τύχη να παρακολουθήσω μια ολική έκλειψη Ήλιου ήταν το καλοκαίρι του 1999. Εκείνο το καλοκαιρινό μεσημέρι της 11ης Αυγούστου το φως γύρω μας έμοιαζε με το λυκόφως ενός χειμωνιάτικου δειλινού, αφού από ώρα πια είχαμε μπει στην παρασκιά της Σελήνης που έπεφτε πάνω στον Εύξεινο Πόντο. Στον ουρανό ένα μικρό μόνο φωτεινό μισοφέγγαρο της ηλιακής φωτόσφαιρας είχε μείνει ακάλυπτο, αλλά παρόλα αυτά τα γυαλιά με τα ειδικά φίλτρα που φορούσα ήταν απαραίτητα αφού ακόμη και με το 99,99% του ηλιακού δίσκου κρυμμένο πίσω από τον δορυφόρο της Γης η φωτεινότητα του Ήλιου είναι εκτυφλωτική.
Το πλοίο στο οποίο επέβαινα βρίσκονταν ακίνητο στη Μαύρη Θάλασσα, απ’ όπου θα περνούσε σε λίγο η σκιά της Σελήνης. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει αρκετά, όταν ένα ελαφρό αεράκι, ο επονομαζόμενος άνεμος της έκλειψης, άρχισε να φυσάει από τα νοτιοανατολικά.
Η Σελήνη είχε ήδη αρχίσει να καλύπτει σιγά-σιγά τον δίσκο του Ήλιου. Βρισκόμουν στη γέφυρα του πλοίου, ενώ στο κάτω κατάστρωμα ένας συνάδελφος από το Τόκιο είχε απλώσει μια ειδική οθόνη αποφασισμένος να φωτογραφήσει ορισμένες σκιώδεις διακυμάνσεις που δύσκολα αποτυπώνονται σε φιλμ και παρουσιάζονται λίγο πριν από την ολική έκλειψη. Και πράγματι, τρία λεπτά πριν από την ολική φάση της έκλειψης παντού είχαν αρχίσει να εμφανίζονται οι παράξενες εκείνες σκιές που παρατήρησε για πρώτη φορά ο X. Γκολντσμιτ το 1820. Έμοιαζαν με τις σκιές που ρίχνει στον πυθμένα μιας πισίνας ο ελαφρύς κυματισμός της επιφάνειας του νερού και οφείλονταν στις κινήσεις της ατμόσφαιρας που αναδεύονταν λόγω της αισθητής μείωσης της θερμοκρασίας.
Ήταν λίγο μετά τις 2 το μεσημέρι όταν, για μιαν ακόμη φορά, τον είδα να πλησιάζει με ταχύτητα 3.000 km/h. Ένας τεράστιος σκοτεινός «τοίχος», με έκταση δεκάδων χιλιομέτρων και ύψος που χανόταν ψηλά στο Διάστημα, «κάλπαζε» κατά πάνω μας σαν τους τέσσερεις καβαλάρηδες της Αποκάλυψης. Το απόκοσμο και εκφοβιστικό εκείνο σκοτάδι που έριχνε πάνω στη Γη μας η σκιά της Σελήνης ξέθαψε εν ριπή οφθαλμού τον προαιώνιο φόβο που γεννούσαν ανέκαθεν τα μεγαλειώδη φαινόμενα της φύσης στις ψυχές των πρωτόγονων προγόνων μας, αποδεικνύοντας έτσι πόσο βαθιά χαραγμένα είναι τα ένστικτα αυτά στο μεδούλι της ανθρώπινης φύσης μας. Και τότε ήταν που κατάλαβα για πρώτη φορά τι πραγματικά σήμαινε το δέος των αρχαίων λαών που επί χιλιάδες χρόνια αντιδρούσαν με τόσες και τόσες δεισιδαίμονες αντιλήψεις και φόβους χτυπώντας τα τύμπανά τους σε μια απεγνωσμένη και μάταιη προσπάθεια να αποτρέψουν τον «σκοτεινό δράκο» να καταπιεί τελείως τον ζωοδότη φωτεινό δίσκο του Ήλιου.
Η θερμοκρασία είχε ήδη πέσει κατά πέντε βαθμούς Κελσίου όταν ο Σεληνιακός «δράκος» ήταν έτοιμος να κατασπαράξει και το τελευταίο φωτεινό κομμάτι του ηλιακού δίσκου. Η ανυπομονησία και η προσμονή είχε φτάσει στο κατακόρυφο. Με τη βοήθεια ενός τηλεσκοπίου, ειδικά εξοπλισμένου για την παρατήρηση της έκλειψης, μπορούσες να διακρίνεις τις τελευταίες ακτίνες του άστρου της ημέρας να σχηματίζουν τους φωτεινούς «κόκκους του Μπέιλι». Το φαινόμενο αυτό ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του άγγλου ερασιτέχνη αστρονόμου Φράνσις Μπέιλι που πρώτος το παρατήρησε από τη Σκοτία στη διάρκεια της δακτυλιοειδούς έκλειψης της 15ης Μαΐου του 1836, αν και η πρώτη τους φωτογράφηση έγινε στην έκλειψη της 7ης Αυγούστου του 1869 από τον Κ. Φ. Χάινς. Οι κόκκοι αυτοί δεν είναι παρά το φως της άκρης του Ήλιου καθώς αυτό περνάει μέσα από τις οροσειρές και τις κοιλάδες που βρίσκονται στην άκρη του δορυφόρου μας. Σε κλάσματα του δευτερολέπτου, ο ένας μετά τον άλλον οι φωτεινοί αυτοί κόκκοι άρχισαν να χάνονται μέχρις ότου έμεινε ένας και μοναδικός φωτεινός φάρος, το περίφημο «διαμάντι» ενός σκοτεινού δαχτυλιδιού. Και ξαφνικά η σκιά της Σελήνης έπεσε πάνω μας.
Πάνω στον ουρανό, εκεί που πριν από λίγο βρίσκονταν ο Ήλιος, φάνηκε μια μαύρη τρύπα στο μέγεθος της Πανσελήνου, πολύ πιο σκοτεινή από τη γύρω περιοχή του ουρανού, ενώ ο ορίζοντας φωτιζόταν ακόμη με την ένταση που έχει κανονικά ο ουρανός μετά τη δύση του Ήλιου. Ήταν ένα πραγματικά υπέροχο θέαμα, ένα φαινόμενο που μόνο εάν το ζήσει κανείς μπορεί να κατανοήσει το μεγαλείο του. Γιατί καμιά από τις λεπτομερείς περιγραφές του φαινομένου, καμιά από τις επιστημονικές γνώσεις που έχεις, κανένας υπολογισμός και κανένα από τα γεωμετρικά σχεδιαγράμματα, αλλά ούτε και τα χρόνια των μελετών στα πανεπιστημιακά έδρανα δεν έχουν στο ελάχιστο τη δυνατότητα να σε προετοιμάσουν για το υπέροχα απερίγραπτο θέαμα που απλώνεται μπροστά σου.
Σε κλάσματα του δευτερολέπτου ένα αραχνοΰφαντο φωτεινό πέπλο κάλυψε σαν φωτοστέφανο τον σκοτεινό δίσκο της Σελήνης. Ήταν το υπέροχο «στέμμα» της εξωτερικής ατμόσφαιρας του Ηλίου που έχει θερμοκρασία 2.000.000 °C, όταν συγκριτικά η ορατή του επιφάνεια, που ονομάζεται φωτόσφαιρα, δεν ξεπερνάει τους 6.000 °C. Επειδή βρισκόμασταν πολύ κοντά στο μέγιστο του ενδεκαετούς κύκλου της ηλιακής δραστηριότητας, το στέμμα ήταν ιδιαίτερα έντονο και εκτεινόταν εκατοντάδες χιλιάδες χιλιόμετρα γύρω από τον σκοτεινό δίσκο, με τουλάχιστον 12 ακτινωτές προεκτάσεις που ακολουθούσαν το μαγνητικό πεδίο του Ήλιου, ενώ άλλες χάνονταν μακριά στο Διάστημα.
Ορατές ήταν επίσης και οι ηλιακές προεξοχές με τα πυρακτωμένα τους αέρια οι οποίες τινάζονταν σαν πύρινες γλώσσες που ξεδιπλώνονταν και ορμούσαν στο διάστημα με τέτοια δύναμη ώστε πολλές φορές αντί να ξαναπέσουν στον Ήλιο χάνονταν στο κενό. Τεράστιοι χείμαρροι υπερθερμασμένων αερίων εκσφενδονίζονταν ολόγυρα ακολουθώντας τις γραμμές των μαγνητικών δυνάμεων σε ύψη εκατοντάδων χιλιάδων χιλιομέτρων, ενώ άλλοτε φαίνονταν να δημιουργούνται από το τίποτα και να καταρρέουν προς την επιφάνεια απελευθερώνοντας τεράστια κύματα ενέργειας και ατομικών σωματιδίων τα οποία αποτελούν τον «ηλιακό άνεμο». Σ’ εκείνο το σημείο της παρατήρησης η ολική φάση της έκλειψης είχε διάρκεια 141 sec. Κι έτσι, όπως κάθε τι το ωραίο, η έκλειψη τέλειωσε ξαφνικά και απροειδοποίητα με τον ίδιο τρόπο που άρχισε, όταν στα δυτικά του σκοτεινού δίσκου ξαναφάνηκε το «διαμαντένιο δαχτυλίδι» που ανακοίνωσε θεαματικά το τέλος της ολικής ηλιακής έκλειψης του 1999.
Οι υπολογισμοί που έχουν γίνει εκτιμούν πως ένας άνθρωπος έχει μία πιθανότητα στις 25.000 να παρατηρήσει μία ολική ηλιακή έκλειψη, ενώ η πιθανότητα του ιδίου αυτού ανθρώπου να σκοτωθεί από την πτώση ενός αστεροειδούς είναι μία στις 20.000! Υπάρχει δηλαδή μεγαλύτερη πιθανότητα να σκοτωθείτε από ένα «πεφταστέρι» παρά να παρατηρήσετε μία ολική έκλειψη του Ήλιου! Οπότε κανονίστε ανάλογα!
[Τις φωτογραφίες που συνοδεύουν το κείμενο τις έχει τραβήξει ο αστροφωτογράφος Λουκάς Χαψής. Στις 20 Μαρτίου 2015 ο Λουκάς Χαψής θα φωτογραφίζει την ολική έκλειψη ηλίου στα Νησιά Φερόε]
εικόνες sun1,sun2,sun3,sun4
Έκλειψη του 2015:
Μερικές ώρες πριν από την έλευση της Εαρινής Ισημερίας και την έναρξη της Άνοιξης (που θα συμβεί στις 00:45 της 21ης Μαρτίου), θα έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα αστρονομικά φαινόμενα: μία μερική έκλειψη του Ήλιου τις πρωινές ώρες της Παρασκευής, 20ής Μαρτίου 2015.
Την μερική έκλειψη Ηλίου θα έχουν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν -εφόσον ο καιρός το επιτρέψει- όλοι όσοι θα βρεθούν στην είσοδο του Νέου Ψηφιακού Πλανηταρίου του Ιδρύματος Ευγενίδου (Πεντέλης 11, Π. Φάληρο), την Παρασκευή 20 Μαρτίου από τις 10.30 έως και τις 13:00 όπου θα βρίσκονται εγκατεστημένα τηλεσκόπια της Ένωσης Ερασιτεχνών Αστρονόμων. Eπίσης οι Αστρονόμοι Νίκος Ματσόπουλος και Αλέξης Δεληβοριάς, θα μοιράζονται με το κοινό τις εντυπωσιακές εικόνες των τηλεσκοπίων αλλά και τις γνώσεις τους σχετικά με την έκλειψη ηλίου.
Η έκλειψη στην Αθήνα θα αρχίσει στις 10:40, στη μέγιστη φάση της θα φτάσει στις 11:44 και θα ολοκληρωθεί στις 12:50. Αυτή τη φορά όμως ελάχιστοι θα είναι αυτοί που θα έχουν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν την ολική φάση της έκλειψης του Ήλιου, αφού η ολική έκλειψη θα είναι ορατή σ’ ένα στενό πέρασμα στον Βόρειο Ατλαντικό Ωκεανό ανάμεσα στη Νορβηγία και την Ισλανδία. Αντίθετα την μερική φάση θα μπορέσουν να παρακολουθήσουν (αν δεν έχει συννεφιά) οι κάτοικοι της Ισλανδίας, της Ευρώπης, της Βόρειας και Ανατολικής Ασίας, καθώς και της Βόρειας και Δυτικής Αφρικής. Στην Ελλάδα, στη μερική φάση θα καλυφτεί μέχρι και το 40% περίπου του ηλιακού δίσκου (στην Αθήνα θα καλυφτεί το 31,4% στη Φλώρινα 40,7% ενώ στο Ηράκλειο της Κρήτης 23,6%). Αυτή τη φορά όμως ορισμένοι ειδικοί υπολογίζουν ότι «η ενεργειακή απώλεια από τα φωτοβολταϊκά συστήματα που έχουν εγκατασταθεί ίσως να φτάσει τα 30.000 MW από το ηλεκτρικό δίκτυο της Ευρώπης. Είναι δηλαδή σαν να κλείνουν ταυτόχρονα 25 με 30 πυρηνικοί αντιδραστήρες στη Γαλλία».